Οι βέρες της αιώνιας αγάπης
Κάπου στην Αίγυπτο, 4.800 χρόνια πριν…
Ο ήλιος είχε περάσει πια στην άλλη όχθη του Νείλου και σε λίγο θα χανόταν πίσω από τους αμμόλοφους. Εκείνος είχε ολοκληρώσει την σπορά και είχε καθήσει ν’ ανασάνει ακουμπώντας την πλάτη του στον κορμό μιας ιτιάς, αγναντεύεοντας τον ήλιο που έπαιζε κρυφτό ανάμεσα σε κάτι ψιλόλιγνα καλάμια.
Εκείνη η μέρα ήταν ξεχωριστή γι’ αυτόν. Το βράδυ θα ζητούσε επίσημα την αγαπημένη του από τον πατέρα της κι ένα σφίξιμο στο στομάχι ήταν το μόνο που διέκοπτε την ευτυχία του.
Σε λίγο καιρό θα καθόμαστε μαζί κάτω απ’ αυτή την ιτιά θαυμάζονταςτον αιώνιο Ήλιο, σκέφτηκε. Μακάρι κι η αγάπη μας να είναι αιώνια σαν κι Εκείνον.
Χαμένος στις σκέψεις του έκοψε ένα καλάμι, ένωσε τις άκρες του σχηματίζοντας έναν μικρό τέλειο κύκλο και συνέχισε να κοιτά από μέσα του τον Ήλιο. Έφτιαξε κι ένα δεύτερο και τώρα τους κρατούσε και τους δύο μπροστά στα μάτια του.
Θα της δώσω το ένα για να βλέπουμε μαζί τον Ήλιο, σκέφτηκε καθώς σηκωνόταν και πέρασε τους καλαμένιους κύκλους στο δάχτυλό του να μην τους χάσει…
Το βράδυ όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Μόλις βρέθηκαν για λίγο μόνοι τους, έβγαλε το ένα καλαμένιο δαχτυλίδι και φορώντας το στο δάχτυλό της, της είπε:
θα καθόμαστε μαζί κάτω από την ιτιά και θα βλέπουμε μέσα από αυτά τα δαχτυλίδια τον αιώνιο Ήλιο και θα μας θυμίζει ότι θα είμαστε μαζί για όσον καιρό εκείνος θα κάνει την καθημερινή του βόλτα πάνω από το Νείλο. Ενθουσιασμένη και συγκινημένη έπιασε το χέρι του κι έμπλεξε τα δάχτυλά της με τα δικά του ώσπου τα καλαμένια δαχτυλίδια συναντήθηκαν.
Είχαν μόλις φορέσει τις πρώτες βέρες στην ιστορία, μόνο που δεν το γνώριζαν ακόμη…
Πομπηία, 24 Αυγούστου 79 μΧ
Ήταν νωρίς το πρωί κι εκείνος βρισκόταν ήδη στην αγορά για να της πάρει λίγο χοιρινό να δυναμώσει τώρα που άρχισαν οι ζαλάδες, όταν ο Βεζούβιος άρχισε να εκτοξεύει τόνους στάχτης μέσα από ένα ανατριχιαστικό βουητό.
Γρήγορα στο λιμάνι, φώναξαν κάποιοι, αλλά το σπίτι του ήταν προς την μεριά του βουνού κι άρχισε να τρέχει προς τα εκεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Όσο περισσότερο έτρεχε, τόσο ένοιωθε την φρεσκοφορεμένη του Vera (λτν.: αληθινή) να σφίγγει το δάχτυλό του κι αυτό του έδινε δύναμη να τρέξει ακόμη πιο γρήγορα.
Όταν έφτασε, η στάχτη είχε ήδη σκεπάσει σχεδόν τα πάντα. Την βρήκε καθισμένη στο πάτωμα του δωματίου να ανασαίνει με δυσκολία. Με τις τελευταίες του δυνάμεις σύρθηκε κοντά της , την αγκάλιασε και λιποθύμησε. Εκείνη άπλωσε με δυσκολία το χέρι της, το ακούμπησε στο δικό του κι έκλεισε τα μάτια της.
Σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια μετά τους βρήκαν σ’ αυτή την στάση, με τις βέρες στα δάχτυλά τους να μαρτυρούν τον λόγο της γαλήνης στα πρόσωπά τους. H δική του έγραφε Ama me (αγάπα με) και η δική της Amο te (σε αγαπώ).
Αίγυπτος, 2016 μΧ
Είχαν περάσει δυο βδομάδες από τότε που αποχαιρέτησαν την Αθήνα για να ξεκινήσουν την περιήγησή τους στις αρχαιότητες της Μεσογείου, με την βόλτα στις όχθες του Νείλου να είναι ο τελευταίος τους σταθμός πριν την επιστροφή. Το είχε σχεδιάσει πριν από δεκαπέντε χρόνια για ταξίδι του μέλιτος, αλλά η εγκυμοσύνη της το ανέβαλε επ’ αόριστον. Τώρα πια αυτό το ταξίδι ήταν ίσως η τελευταία τους ελπίδα να ξαναζωντανέψουν μια αγάπη που θάμπωσε σαν τις πολυφορεμένες βέρες τους.
Απ’ όσα θαυμαστά είχαν δει τις προηγούμενες μέρες, αυτό που δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της ήταν οι βέρες στα δάχτυλα του αιώνια αγκαλιασμένου ζευγαριού στην Πομπηία. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, παρά καθόταν δίπλα του στο κρεβάτι και τον παρατηρούσε, με χιλιάδες σκέψεις κι αγωνίες να της βασανίζουν το μυαλό. Αν και περνούσαν όμορφα, ένιωθε ότι κάτι έλειπε ακόμη.
Εκείνη την στιγμή όμως έλειπε αυτός από δίπλα της. Τον αναζήτησε τρομαγμένη και το βλέμμα της τον συνάντησε λίγα μέτρα πιο κάτω να κοιτάει σιωπηλός κι ακίνητος μια τεράστια ιτιά πλάι στο ποτάμι. Προχώρησαν σαν υπνωτισμένοι κι έκατσαν ακουμπώντας στον κορμό του αιωνόβιου δέντρου, ατενίζοντας τον Ήλιο που μισοκρυβόταν ανάμεσα στις καλαμιές. Τότε εκείνος έβγαλε την βέρα του και κοίταξε από μέσα της τον λαμπερό δίσκο. Τον μιμήθηκε και καθώς το φως σχεδόν την τύφλωνε, της φάνηκε ότι το χάραγμα στο εσωτερικό της βέρας ζωντάνευε σχηματίζοντας την λέξη Amo te. Τότε τον άκουσε να της ψυθυρίζει Ama me κι αισθάνθηκε ξαφνικά μια υπέροχη ζέστη να της πλυμμηρίζει το κορμί. Γύρισε αμέσως προς το μέρος του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
Η στιγμή εκείνη της φάνηκε ότι κράτησε αιώνια. Σαν την αγάπη τους…
(Η παραπάνω ιστορία είνaι φανταστική, εμπνευσμένη από ιστορικά στοιχεία. Πηγές:
Copyright: FaCad’oro)